ουδέτερος

ουδέτερος
-η, -ο
1. ούτε αρσενικός ούτε θηλυκός.
2. ούτε με τον ένα ούτε με τον άλλο, αμέτοχος, αδιάφορος: Στον πόλεμο πολλά κράτη έμειναν ουδέτερα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • οὐδέτερος — not either masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουδέτερος — η, ο (ΑΜ οὐδέτερος, έρα, ον, Α και οὐθέτερος, έρα, ον) (αόρ. αντων.) 1. ούτε ο ένας ούτε ο άλλος, κανένας από τους δύο (α. «οὐ γὰρ δι ἔχθρας οὐδετέρῳ γενήσομαι», Αριστοφ. β. «οὐδέ τις ἦν ἔριδυς χαλεπῆς λύσις... οὐδετέροις», Ησίοδ.) 2. το ουδ. ως… …   Dictionary of Greek

  • οὐδετέρων — οὐδέτερος not either fem gen pl οὐδέτερος not either masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδετέρως — οὐδέτερος not either adverbial οὐδέτερος not either masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδέτερον — οὐδέτερος not either masc acc sg οὐδέτερος not either neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδετέρη — οὐδέτερος not either fem nom/voc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδετέρην — οὐδέτερος not either fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδετέρης — οὐδέτερος not either fem gen sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδετέροις — οὐδέτερος not either masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὐδετέροισι — οὐδέτερος not either masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”